- διολκη
- διολκήδι-ολκήἥ досл. расхождение, разброд, перен. недоумение
(εἰς διολκέν πίπτειν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰς διολκέν πίπτειν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διολκή — διολκή, η (Α) [ολκή] διχογνωμία … Dictionary of Greek
διολκή — drawing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διολκαῖς — διολκή drawing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διολκῆς — διολκή drawing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διολκήν — διολκή drawing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)